ἀπολοφυράμενοι

ἀπολοφυράμενοι
ἀπολοφῡράμενοι , ἀπολοφύρομαι
bewail loudly
aor part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απολοφύρομαι — ἀπολοφύρομαι (Α) [ολοφύρομαι] 1. θρηνολογώ μεγαλόφωνα 2. ολοκληρώνω, σταματώ τον θρήνο («νῡν δὲ ἀπολοφυράμενοι...» και τώρα αφού κλάψατε, αφού μοιρολογήσατε όσο έπρεπε..., Θουκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”